καλαμίσκος

καλαμίσκος
κᾰλαμ-ίσκος, , Dim. of κάλαμος, used as a tube or phial, Ar.Ach.1034, Gp.20.24.1; in Surgery, Antyll. ap. Orib.44.23.39, Gal.2.873, Paul.Aeg.6.88.
2 branch of a candlestick, LXXEx.25.30(31).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλαμίσκος — branch of a candlestick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκος — ό (AM καλαμίσκος) (υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας μσν. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά αρχ. βραχίονας ή κλάδος λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίσκοι — καλαμίσκος branch of a candlestick masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκοις — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκον — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκου — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκους — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκων — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκῳ — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”